ἐρεσχηλεῖν

ἐρεσχηλεῖν
ἐρεσχηλέω
talk lightly
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επήρεια — η (AM ἐπήρεια) μσν. νεοελλ. η επίδραση, η επιρροή την οποία ασκεί ή δέχεται κάποιος ή κάτι («η επήρεια τού φαρμάκου») αρχ. μσν. 1. κακή, βλαβερή επίδραση 2. επίθεση, κακομεταχείριση 3. (σε επιχειρηματολογία) δολιότητα, πανουργία 4. φιλότιμο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”